- ασείρωτος
- ἀσείρωτος, -ον (Α)(για όχημα) αυτό το οποίο τραβούν δύο μόνο άλογα (ζύγιοι ίπποι) δεμένα στον ζυγό, χωρίς τα δύο βοηθητικά («σειραφόρους ίππους») που ήταν δεμένα με σχοινί ή λουρί στον ζυγό.[ΕΤΥΜΟΛ. < α-στερ. + σειρωτός < σειρώ (-όω) < σειρά].
Dictionary of Greek. 2013.